πέροδος

πέροδος
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. περίοδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πέροδος — going round fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περόδοις — πέροδος going round fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέροδον — πέροδος going round fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”